πτόρθος

πτόρθος
και πόρθος, ὁ, Α
1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ' ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ.
β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.)
2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ' ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει», Ησίοδ.)
3. φρ. «πτόρθος μέγας» — το μεγάλο ρόπαλο τού Ηρακλή, η μεγάλη κλάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις, οι οποίες όμως παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως η σύνδεση της λ. με τους τ. πόρτις, παρθένος ή με το γερμ. Bart «γενειάδα, μούσι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πτόρθος — young branch masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοι — πτόρθος young branch masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοιο — πτόρθος young branch masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοις — πτόρθος young branch masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοισι — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθοισιν — πτόρθος young branch masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθον — πτόρθος young branch masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθου — πτόρθος young branch masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθους — πτόρθος young branch masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόρθων — πτόρθος young branch masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”